Monday, November 19, 2007

Αντί-στιξη

"Σύντροφε,εε σύντροφε".
Χρόνια είχα να ακούσω κάποιον να με αποκαλεί έτσι,οπότε δεν μπορούσα να φανταστώ πως,εκείνο το πρωινό στην Πλάτωνος,αυτός που χρησιμοποιούσε τη συγκεκριμένη προσφώνηση απευθυνόταν σε μένα.Καθώς όμως η φωνή του συνέχιζε επίμονα να καλεί και μάλιστα με τη συνοδία παρατεταμένου και ενοχλητικού κορναρίσματος,γύρισα για να δω από που προερχόταν.
Οι αδόκητες συναντήσεις με παλιούς γνωστούς,στις καλύτερες των περιπτώσεων,μου φέρνουν συνειρμικά στο μυαλό τον τίτλο μιας εξαίρετης ταινίας επιστημονικής φαντασίας,το 'Invasion of the body snatchers'.Δείχνουν ακριβώς όπως τους θυμάμαι,μόνο που δεν είναι αυτοί.Στις χειρότερες ,όπως όταν κοιτάζουμε μια παλιά μας φωτογραφία και ευθύς αναρωτιόμαστε με ένα αίσθημα πικρίας "έτσι ήμουν;",αντικρίζουμε τώρα μια εικόνα που μας αποσβολώνει με τη σαρκαστική της διάθεση:"έτσι έγινες!".
Αυτός ανήκε στην δεύτερη κατηγορία.Μέσα από τις απαστράπτουσες λαμαρίνες ενός πολυτελούς τζιπ ξεπρόβαλε χαμογελαστός,ευσχήμων όπως πάντα,με τον αέρα που σου προσδίδει η γνωριμία από εκείνη την ηλικία που οι περισσότεροι είμαστε ακόμη ζυμάρι άπλαστο,μειράκια που καταβάλλουν πενιχρό ενοίκιο στα λόγια και στις πράξεις τους.Σφίγγοντας το αφράτο χέρι του,θυμήθηκα τη μελανείμονα φιγούρα του,τα στρατιωτικά αμπέχονα και την υπέρμετρη κατάχρηση,σε βαθμό εκφυλισμού,φράσεων που μιλούσαν για αγώνες και άλλα συναφή τα οποία νοστίμιζε η γαρνιτούρα της αυτάρεσκης δημηγορίας.
Συλλογίστηκα τι να σημαίνουν τώρα γι'αυτόν τα (παρεφρασμένα)λόγια του προσφάτως εκλιπόντος Γάλλου στοχαστή:'Η αντανάκλαση της εικόνας μας στον κόσμο,πιστοποιεί την σχέση μας με αυτόν.Η ανάγκη της συνεχούς επαναδιαπραγμάτευσης αυτής της σχέσης και του επαναπροσδιορισμού της θέσης μας,οδηγεί αναπόδραστα στη φετιχιστική λατρεία του εμπορεύματος,αφού και το ίδιο μας το είδωλο συνιστά ένα τέτοιο αντικείμενο αγοραπωλησίας".
Μάλλον τίποτα,οπότε η ανάσυρση περιστατικών του παρελθόντος,όσα η αποστασιοποιημένη μνήμη και η αμηχανία επέτρεπαν να ανακληθούν,θα αποτελούσε μια νοσηρή νεκροφιλία.'Ετσι,τον αποχαιρέτισα και απομακρύνθηκα βιαστικά,βλέποντας τον να με παρατηρεί όπως κάποιος κοιτάζει 'μια διαδήλωση πίσω απ'τα τζάμια'.
Πάνω στη βιασύνη μου,δεν αντιλήφθηκα το ποδήλατο που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα από τα αριστερά μου.Η αναβάτιδα του προσπάθησε να με αποφύγει,εξαιτίας όμως της ολισθηρότητας του βρεγμένου δρόμου,δεν κατάφερε να κρατήσει την ισορροπία της.Ντροπιασμένος την βοήθησα να σηκωθεί,αυτή,καθημαγμένη και ελαφρώς σοκαρισμένη,μου χαμογέλασε μαραμένα και αφού με διαβεβαίωσε πως δεν έπρεπε να ανησυχώ,ανέβηκε ξανά στο ποδήλατο και χάθηκε στη στροφή.

Ήπιε μια γουλιά απ'το port,ίσα να νιώσει τη γλύκα του και πάτησε το play.Κάποιος από όλους αυτούς που αρέσκονται να περιχαράσσουν τους ανθρώπους και να εναρχειώνουν αυτά τα περιγράμματα σε ευκόλως αναγνωρίσιμες κατηγορίες,θα την χαρακτήριζε ως φυγόκοσμη και αυτάρκη.Δεν θα μπορούσε όμως να εξηγήσει γιατί η φωνή και μόνο της Joni Mitchell την έκανε να κλαίει.
'Τι θα σώσει απ'το πέρασμα της η μνήμη και τι θα σβήσει;',αναρωτιέται σε κάποιο διήγημά του ο Σωτήρης Δημητρίου.Πώς μπορεί να το ξέρει αυτό κάποια που ακόμα και η αναπαράσταση της ζωής της ήταν γι'αυτήν βάρος περιττό.Ίσως να κρατούσε μόνο την ανάμνηση του μικρού δρυοκολάπτη,ένα καλοκαιρινό απόγευμα,έξω από το μπαλκόνι της,στο δωμάτιο με τους μολύβδινους τοίχους όπου νοσηλευόταν για ραδιοθεραπεία και τα βερικοκί φώτα των πολυκατοικιών,αργά τις νύχτες,να φέγγουν τη νυσταγμένη τους λάμψη στην έρημη πόλη.Στο μεταξύ,είχε τελειώσει το ποτό της και αποκοιμήθηκε όπως κάθε βράδυ-με το φόβο της μετάστασης,σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι της.
Το άλλο πρωί ξύπνησε δύσθυμα και ετοιμάστηκε να φύγει για τη δουλειά της.Είχε ήδη αργήσει,έπρεπε να βιαστεί.Θα πήγαινε με το ποδήλατο.Η βροχή είχε σταματήσει και τέτοια ώρα ήταν απίθανο να συναντήσει κίνηση.Οι άδειοι δρόμοι,οι οποίοι νυχθημερόν φθέγγονται για την καφρίλα των νεοελλήνων οδηγών,αυτής της κακοφορμισμένης πληγής στο έτσι και αλλιώς ρυπαρό δέρμα,την περίμεναν να τους διατρέξει με την ταχύτητα που η ξαφνική ριπή του ανέμου σχίζει τη στραφταλιστή επιφάνεια της θάλασσας.
Λίγο αργότερα,ένας αγουροξυπνημένος από πρωινά κορναρίσματα κάτοικος της οδού Πλάτωνος,θα ρουφούσε αργά τον καϊμακλήδικο καφέ του,σκεπτόμενος τη ζωή σαν ένα διαρκές ερωτηματικό,χωρίς να υποψιάζεται πως έξω από το παράθυρό του τρεις άνθρωποι μοιάζουν με τα αποσιωπητικά πριν από μια δοθείσα απάντηση.

Wednesday, November 07, 2007

Πλάβο Σρέντα (Blue Wednesday)

Όταν ο Τουργκένιεφ δήλωνε πως "όλοι βγήκαμε από το παλτό",αναγνώριζε την καθοριστική συμβολή του Γκόγκολ στη διαμόρφωση του Ρώσικου Μυθιστορήματος.Και αν σκεφτούμε πως ο δημιουργός του Μπαζάροβ και του Ρούντιν αναφερόταν στον εαυτό του ως "λογοτέχνης και τίποτε άλλο",τότε ο φόρος τιμής που αποτίνει στον προγενέστερο ομότεχνό του είναι βαρύτατος.
Τι συμβαίνει όμως με τους άσημους και ασήμαντους ανθρώπους(η κοινή ετυμολογία δεν εμποδίζει κανέναν από εμάς να συμπληρώσει όπως επιθυμεί το νοερό βιογραφικό του),οι οποίοι διαμορφώνουν ένα κάποιο ύφος,όχι για τα καλλιτεχνικά μυθεύματα,αλλά για τα βιωματικά;
Άραγε οι επινοήσεις και οι παρανοήσεις,ηθελημένες οι πρώτες,ακούσιες οι δεύτερες,οι οποίες αποτελούν τα υλικά με τα οποία καλαφατίζονται οι χαραγές μας,είναι κάτι που η ζωή μάς επιφυλάσσει ανεπιγνώστως και ανεξαιρέτως ή μήπως πρέπει να κοιτάξουμε προς τα πίσω και να αναρωτηθούμε "πόθεν";Να αναζητήσουμε δηλαδή το δικό μας παλτό.
Θα ήταν άδικο,ωστόσο,να αποδώσουμε τη στέρφα ρητορική μας και την απουσία μιας φασματικής όρασης σε συγκεκριμένα καλλιτεχνικά προϊόντα.Μεγαλύτερη ευθύνη φέρει η ψυχική διάθεση που γεννά η θλιβερή εποχή του φθινοπώρου με τα παγωμένα πρωινά και τα νωχελικά απογεύματα,το σιγανό,μονότονο μαστίγωμα της βροχής,με τις σταγόνες της σαν υγρά κάγκελα μιας φυλακής αναμνήσεων,τους λιγοστούς διαβάτες που θυμίζουν συνθήματα ενός τοίχου σ'ένα δρόμο αδειανό και τις λαμπερές επιφάνειες,σκουρόχρωμοι κρύσταλλοι πάνω στους οποίους καθρεφτίζονται σποραδικά στιγμιότυπα αυτής της πόλης,ζωντανεύοντας με μεταφυσικό τρόπο το πικρό απαύγασμα του αγαπημένου Σκιαθίτη:"Σα να 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου".
Καπνίζω μετά από καιρό,ακούγοντας τον Κωσταντίνο,τη στραπατσαρισμένη του ποπ,όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει.Τα λόγια του με πονάνε,όπως πάντα:"Όλα αυτά που είχες πει,τώρα μοιάζουν με ένα έρημο μέρος".Έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια από τότε που τον πρωτοάκουσα,δεν έπαψα ποτέ μέσα σ'αυτό το διάστημα να ταξιδεύω στα τοπία που δημιουργούσαν οι στίχοι και η μουσική.Και όταν,με την πάροδο των ετών,'οι φίλοι έμοιαζαν με τα ταξί στην μπόρα',η ονειρική του φωνή αρκούσε για να με σκεπάσει
σαν ένα πανωφόρι,σαν ένα ζεστό παλτό.